24 Μαΐ 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ


 

Σ.τ.Ε. 460/2013 (Ολομ.) Ιθαγένεια τέκνων αλλοδαπών και δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές.


1. Από τον συνδυασμό των άρθρων 1 παρ. 2 και 3, 4 παρ. 3, 16 παρ. 2 και 3, 25 παρ. 4 και 29 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγονται τα ακόλουθα: Ο λαός αποτελεί ένα από τα τρία συστατικά στοιχεία του Κράτους και το κυρίαρχο όργανο αυτού, ο καθορισμός δε των προσώπων που εντάσσονται σ’ αυτόν ανήκει ως κυριαρχική αρμοδιότητα στον εθνικό νομοθέτη.

Τούτο σημαίνει: α) ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο να ορίσει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας- πλην της περιπτώσεως της δημιουργίας ανιθαγενών με αυθαίρετη πράξη ή της περιπτώσεως προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- και β) ότι δεν υπάρχει ατομικό δικαίωμα, που γεννά αξίωση αποκτήσεως της ιθαγενείας, αφού επί του θέματος αυτού αποφαίνεται κυριαρχικώς το οικείο Κράτος μέσω των αρμοδίων οργάνων του. Εξ άλλου, το ότι ο κατά το Σύνταγμα καθορισμός των προσόντων του έλληνα πολίτη ανατίθεται στο νόμο, δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ανεξέλεγκτος εξ επόψεως εσωτερικών συνταγματικών ορίων για τον καθορισμό αυτό, ούτε ότι παύει να υπόκειται σε τυχόν προκύπτοντες από άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περιορισμούς. Ιδιαίτερη σημασία για τους περιορισμούς αυτούς έχουν εκείνες οι διατάξεις του Συντάγματος που συνδέουν με την νομική έννοια του πολίτη πλείστες όσες συνέπειες (δικαίωμα εκλέγειν- εκλέγεσθαι, δικαίωμα διπλωματικής προστασίας, υποχρέωση στρατεύσεως, εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων και καθήκοντος εθνικής αλληλεγγύης κλπ). Τούτο σημαίνει περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης έχει μεν την δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος τουλάχιστον από τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ.3 του ισχύοντος Συντάγματος, τέλος δε και ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία, μάλιστα, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με την θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή. Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης - εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος - μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως την σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για την συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση (άρθρο 4 παρ.3) απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας πλην δύο περιοριστικά καθοριζομένων περιπτώσεων (εκούσια απόκτηση άλλης ιθαγένειας, ανάληψη σε ξένη χώρα υπηρεσίας αντίθετης προς τα εθνικά συμφέροντα). Συνεπεία των ανωτέρω παραδοχών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας από αλλοδαπούς, δύναται μεν, κατ’ απόκλιση από την βασική αρχή του δικαίου της καταγωγής (ius sanguinis) ως αυτόματου τρόπου κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, να προβλέψει τρόπους κτήσεως της ιθαγενείας βάσει της αρχής του δικαίου του εδάφους (jus soli) και περαιτέρω, να θεσπίζει για τις περιπτώσεις αυτές και τυπικά κριτήρια, όπως είναι η νόμιμη παραμονή στην χώρα και η διάρκεια αυτής, αλλά θα πρέπει να τα συνδυάζει και με ουσιαστικά κριτήρια, ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία, δηλαδή η ενσωμάτωσή του σε αυτήν υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των νομοθετημάτων που ρύθμισαν την είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών κατά το μετά το έτος 1990 χρονικό διάστημα προκύπτουν τα εξής: οι πάγιες διατάξεις που οργάνωσαν σύστημα νόμιμης μεταναστεύσεως στη χώρα παραβιάσθηκαν λόγω των εκτάκτων συνθηκών της μαζικής εισόδου αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών διαφόρου προελεύσεως. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν ότι στη χώρα παρέμεινε άγνωστος αριθμός αλλοδαπών, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων και στους οποίους επανειλημμένως παρεσχέθη η δυνατότητα να νομιμοποιηθούν είτε με τη χορήγηση αδειών, χωρίς τις προϋποθέσεις των παγίων διατάξεων είτε με τις αυτοδίκαιες παρατάσεις αδειών διαμονής και εργασίας, χωρίς αντίστοιχες πιστοποιήσεις διοικητικής αρχής και χωρίς καν την συμμετοχή του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού (υποβολή αιτήσεως). Περαιτέρω δε, ότι ο ακριβής χρόνος διαμονής των ως άνω προσώπων και πολύ περισσότερο η νομιμότητα της διαμονής αυτής δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθούν από τη Διοίκηση, όπως αυτό, άλλωστε, προκύπτει τόσο από τα κείμενα των νόμων, όσο, κυρίως και από τις αιτιολογικές τους εκθέσεις. Οι διατάξεις του νόμου 3838/2010 τροποποίησαν το υφιστάμενο νομικό καθεστώς αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο βασίζεται, κατά κύριο λόγο στο «δίκαιο της καταγωγής» (jus sanguinis)και προσέθεσαν περιπτώσεις αποκτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, μεταξύ των άλλων και βάσει του «δικαίου του εδάφους» (jus soli). Οι περιπτώσεις αυτές είναι α) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ανήλικα τέκνα αλλοδαπών υπηκόων που γεννιούνται στην Ελλάδα και των οποίων οι γονείς διαμένουν στην χώρα επί πέντε έτη. Η διαμονή απαιτείται να είναι μόνιμη και νόμιμη, η δε ιθαγένεια αποκτάται με δήλωση των γονέων β) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τέκνα αλλοδαπών που φοίτησαν επί έξι έτη σε ελληνικά σχολεία γ) απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ενήλικους αλλοδαπούς με δήλωσή τους μεταξύ 18ου και 21ου έτους, εφ’ όσον εφοίτησαν επί έξη έτη σε ελληνικό σχολείο. Εξ άλλου, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρέχεται αποκλειστική προθεσμία τριών ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου σε ενήλικους αλλοδαπούς που πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, εφ’ όσον υποβάλουν δήλωση και αίτηση και σε τέκνα αλλοδαπών, εφ’ όσον ο ένας από τους δύο γονείς διαμένει νόμιμα και μόνιμα πέραν της πενταετίας στην χώρα κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3838/2010 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1Α του νόμου αυτού. Οι σκέψεις του νομοθέτη που υπαγόρευσαν τις επίμαχες ρυθμίσεις δηλαδή, την επιλογή απονομής ιθαγένειας αντί άλλων μέτρων ενσωματώσεως, εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Οι ρυθμίσεις αυτές του ν. 3838/2010 δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, και τούτο, διότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τυπικό απλώς κριτήριο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγενείας, το οποίο μάλιστα είναι και επισφαλές. Ειδικότερα στην πρώτη περίπτωση το κριτήριο της διαμονής των γονέων επί πενταετία δεν τεκμηριώνει την ουσιαστική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, αφού δεν συνδυάζεται και με άλλα στοιχεία που θα προσέδιδαν στην διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως. Είναι δε το κριτήριο αυτό και επισφαλές, διότι, όπως εκτίθεται στην έβδομη σκέψη, η νόμιμη διαμονή, όπως διαμορφώθηκε με τα νομοθετήματα της περιόδου 1991-2008, αναφέρεται όχι μόνον σε αλλοδαπούς που συγκεντρώνουν τα κριτήρια των παγίων διατάξεων, δηλαδή τους εισελθόντες νομίμως στη χώρα και εφοδιασμένους με άδεια διαμονής και άδεια εξαρτημένης ή ανεξαρτήτου εργασίας, αλλά, και σε όσους εισήλθαν παράνομα στην χώρα και διέμειναν παράνομα επί διάφορα χρονικά διαστήματα, άγνωστα στην Διοίκηση, αποκτήσαντες άδεια διαμονής και εργασίας εκ των υστέρων, βάσει των νομιμοποιήσεων που έλαβαν χώρα κατά διαστήματα και μέχρι την ισχύ του εξεταζόμενου νόμου. Στη δεύτερη περίπτωση, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί επίσης κριτήριο μη δυνάμενο να τεκμηριώσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία του ανηλίκου τέκνου αλλοδαπών γονέων, αφού, μόνη η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, και μάλιστα μόνον επί μία εξαετία, δεν εγγυάται την επιζητούμενη ένταξη, δεδομένου ότι ο νόμος δεν αξιώνει και μία ουσιαστική σχέση των γονέων με τη χώρα, οι οποίοι γονείς είναι αρμόδιοι να αποφασίσουν για την απόκτηση ή μη της ιθαγένειας από το ανήλικο τέκνο τους. Εξ άλλου, η χρονική διάρκεια της εκπαιδεύσεως υπολείπεται και της εννεαετούς φοιτήσεως που απαιτεί υποχρεωτικώς το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ.3) για τα παιδιά των Ελλήνων, τα οποία μάλιστα πλεονεκτούν ήδη λόγω της βαθμιαίας γνώσεως της γλώσσας και της εξοικειώσεως με το δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον από της γεννήσεώς τους και πολύ πριν αρχίσει η εκπαίδευσή τους. Εξομάλυνση των διαφορών αυτών και άρα εγγυημένο βαθμό εντάξεως θα πιστοποιούσε, κατ’ αρχήν, η επιτυχής φοίτηση των αλλοδαπών σε όλο το φάσμα της δευτεροβαθμίου εκπαιδεύσεως με λήψη του αντιστοίχου τίτλου σπουδών. Τέλος, στην τρίτη περίπτωση ο νομοθέτης αρκείται επίσης στο ίδιο κριτήριο της εξαετούς φοιτήσεως, επιπλέον δε δεν απαιτεί την συνεχή παραμονή του αλλοδαπού υπηκόου στη χώρα από το χρονικό σημείο της αποφοιτήσεώς του μέχρι το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως περί αποκτήσεως της ιθαγενείας (μεταξύ 18ου και 21ου έτους), με συνέπεια να είναι δυνατή η υπαγωγή στην περίπτωση αυτή και αλλοδαπών ενηλίκων, που έχουν, εν τω μεταξύ, μετά το πέρας της φοιτήσεώς τους, απομακρυνθεί από τη χώρα, και μάλιστα χωρίς να υποχρεώνονται από το νόμο σε δήλωση αποβολής της μέχρι τότε ιθαγενείας τους. Τα ανωτέρω ισχύουν βεβαίως και για τα διαλαμβανόμενα στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 του εξεταζόμενου νόμου. 2. Από τις τα άρθρα 1 παρ. 2 και 3, 4 παρ. 4, 51 παρ. 3 και 52 του Συντάγματος, συνάγονται τα ακόλουθα: α) ο συνταγματικός νομοθέτης χρησιμοποιεί παγίως κατά τρόπο ενιαίο τον όρο «λαός» ως συστατικό στοιχείο του Κράτους και ως ανώτατο όργανο αυτού. Δεν υφίστανται κατά το Σύνταγμα διάφοροι «λαοί» με διαφορετική σύνθεση έκαστος. Υπάρχει ένας Λαός, ο οποίος συντίθεται από όλους τους έλληνες πολίτες και μόνον, δηλαδή όλους τους κεκτημένους την ελληνική ιθαγένεια και ο λαός αυτός είναι φορέας της κυριαρχίας, τουτέστιν ο νομιμοποιητικός παράγων ασκήσεως της δημοσίας εξουσίας είτε αυτή αναφέρεται ευθέως στο Κράτος είτε στους κατά τόπον οργανισμούς ασκήσεως δημοσίας εξουσίας, δημιουργήματα του Κράτους, δηλαδή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως οιασδήποτε βαθμίδας, β) τη θέση αυτή δεν ανατρέπει το γεγονός ότι ο Λαός, παρίσταται με μειωμένη σύνθεση κατά την εκπλήρωση του ρόλου του ως οργάνου του δημοκρατικού πολιτεύματος, ήτοι κατά την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, είτε προς ανάδειξη των εκπροσώπων του στην Βουλή είτε προς ανάδειξη των τοπικών αρχών των Ο.Τ.Α., για λόγους αντικειμενικούς αναφερόμενους στην σχετική με την ηλικία ωριμότητα ή στην ύπαρξη κωλυμάτων, λόγοι, οι οποίοι προβλέπονται στο ίδιο το Σύνταγμα, γ) ο συνταγματικός νομοθέτης ενέταξε τις περί της αποκεντρώσεως της Διοικήσεως του Κράτους και περί της τοπικής αυτοδιοικήσεως διατάξεις στο κεφάλαιο Πρώτο με τίτλο « Οργάνωση της Διοίκησης » του Τμήματος ΣΤ΄ με τίτλο «Διοίκηση» του συνταγματικού κειμένου, πράγμα που μαρτυρεί την συνειδητή θεώρηση της τοπικής αυτοδιοικήσεως ως μέρους της δημοσίας διοικήσεως, πολλώ μάλλον που ο ίδιος συνταγματικός νομοθέτης κατά την αναθεώρηση του 2001 προέβλεψε ότι στους Ο.Τ.Α. μπορούν να ανατίθενται με νόμο και αρμοδιότητες που συνιστούν αποστολή του Κράτους- πρόβλεψη που υλοποιήθηκε σε μεγάλη, μάλιστα, έκταση, με το άρθρο 94 του ν.3852/2010. Συνέπεια των παραδοχών αυτών είναι αφ’ ενός μεν ότι και το εκλογικό σώμα των Ο.Τ.Α. συντίθεται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς από έλληνες πολίτες και ότι ο απλός νομοθέτης κωλύεται να διευρύνει αυτό προσθέτοντας και πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αφ’ ετέρου δε ότι στο καθεστώς αυτό ουδεμία μεταβολή επήλθε με την προσθήκη στο κείμενο της διατάξεως του άρθρου 102 παρ.2 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001 των λέξεων «όπως νόμος ορίζει». Με την προσθήκη αυτή διευκρινίζεται απλώς η δυνατότητα του απλού νομοθέτη, την οποία είχε ούτως ή άλλως και προ της αναθεωρήσεως, να προβαίνει σε ειδικότερες ρυθμίσεις αφορώσες περαιτέρω προσόντα του εκλογικού σώματος ή τη διαδικασία της εκλογής. Ουδόλως, όμως, δύναται να συναχθεί από την προσθήκη αυτή ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέφυγε να προβεί ο ίδιος σε ριζική μεταβολή του συστήματος με ρητή συνταγματική μεταρρύθμιση και δη είτε θεσπίζοντας ευθέως στο κείμενο του συντάγματος την νέα ρύθμιση είτε αναθέτοντας, κατά τρόπο σαφή, στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίσει αυτός την αναγνώριση του σχετικού πολιτικού δικαιώματος σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών. Τελείως διάφορο είναι βεβαίως το ζήτημα της αναγνωρίσεως υπέρ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοικήσεως, καθ’ όσον πρόκειται περί εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 22 παρ.1 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που καθιερώθηκε το 1992 με την Συνθήκη του Maastricht και εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 του Συντάγματος, εφ’ όσον πρόκειται για περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας χάριν της συμμετοχής της ελληνικής δημοκρατίας ως μέλους της Ενώσεως. Με τα δεδομένα αυτά οι διατάξεις του ν. 3838/2010 καθ’ όσον αναγνωρίζουν σε αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών, μη έχοντες καν την ιδιότητα του ομογενούς, δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι κατά τις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως α΄ βαθμού, παραβιάζοντας έτσι την αρχή ότι τα πολιτικά αυτά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά σε έλληνες πολίτες, δεν είναι σύμφωνες προς το Σύνταγμα.

17 Μαΐ 2011

Επιστολή των Πανεπιστημιακών προς τον Ομπάμα στα Ελληνικά

Προς τον Αξιότιμο Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα
Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
Λευκός Οίκος
1600 Pennsylvania Avenue, NW
Washington, DC 20500

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με την παρούσα επιστολή, οι υπογράφοντες ζητούμε με κάθε σεβασμό την παρέμβασή σας για να τακτοποιηθούν συντρίμμια ιστορικής αταξίας που άφησε πίσω της στη νοτιοανατολική Ευρώπη η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Στις 4 Νοεμβρίου 2004, δύο ημέρες μετά την επανεκλογή του Προέδρου George W. Bush, η κυβέρνησή του ομόφωνα αναγνώρισε τη ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’.
Αυτή η πράξη όχι μόνο κατέλυσε γεωγραφικά και ιστορικά δεδομένα, αλλά και έδωσε έναυσμα να ξεσπάσει μια επικίνδυνη επιδημία ιστορικού ρεβιζιονισμού, του οποίου το πιο προφανές σύμπτωμα είναι η καταχρηστική οικειοποίηση από την κυβέρνηση των Σκοπίων του πιο διάσημου Μακεδόνα, του Μέγα Αλέξανδρου.
Πιστεύουμε ότι αυτή η ανοησία έχει ξεπεράσει κάθε όριο και ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν καμιά δουλειά να υποστηρίζουν την παραποίηση της ιστορίας. Ας κάνουμε μια ανασκόπηση των δεδομένων. (Η τεκμηρίωση αυτών των δεδομένων που απεικονίζονται εδώ με έντονα γράμματα, βρίσκεται στο http://macedonia-evidence.org/documentation.html).

Η εν λόγω περιοχή, με τη σύγχρονη πρωτεύουσά της τα Σκόπια, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Παιονία. Τα όρη Βαρνούς και Όρβηλος (που σχηματίζουν σήμερα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας) αποτελούν ένα φυσικό όριο που χώριζε και χωρίζει τη Μακεδονία από τη βόρεια γείτονά της. Η μόνη πραγματική σύνδεση βρίσκεται κατά μήκος του Αξιού/Βαρδάρη ποταμού αλλά ακόμα και αυτή η κοιλάδα ‘δε σχηματίζει μία δίοδο επικοινωνίας γιατί τέμνεται από χαράδρες’.
Αν και είναι αλήθεια ότι οι Παίονες υποτάχθηκαν στο Φίλιππο Β΄, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, το 358 π.Χ., δεν ήταν Μακεδόνες και δεν ζούσαν στη Μακεδονία. Παρομοίως, για παράδειγμα, οι Αιγύπτιοι που κατακτήθηκαν από τον Αλέξανδρο, μπορεί μεν να κυβερνούνταν από τους Μακεδόνες, συμπεριλαμβανομένης και της γνωστής Κλεοπάτρας, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ οι ίδιοι Μακεδόνες και η Αίγυπτος δεν ονομάστηκε ποτέ Μακεδονία.
Αντίθετα, η Μακεδονία και οι Μακεδόνες Έλληνες βρίσκονταν για τουλάχιστον 2500 χρόνια εκεί ακριβώς όπου είναι η σύγχρονη ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας. Ακριβώς η ίδια σχέση ισχύει για την Αττική και τους Αθηναίους Έλληνες, το Άργος και τους Αργείους Έλληνες, την Κόρινθο και τους Κορίνθιους Έλληνες κ.ο.κ.
Δεν κατανοούμε πώς οι σύγχρονοι κάτοικοι της αρχαίας Παιονίας, που μιλούν Σλάβικα—μια γλώσσα που εισήχθη στα Βαλκάνια περίπου μια χιλιετία μετά το θάνατο του Αλέξανδρου—μπορούν να διεκδικούν τον Αλέξανδρο για εθνικό τους ήρωα. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν εξολοκλήρου και αδιαμφισβήτητα Έλληνας. Ο προ-προ-προπάππος του, Αλέξανδρος Α΄, αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου η συμμετοχή επιτρεπόταν μόνο σε Έλληνες.
Ακόμα και πριν από τον Αλέξανδρο Α΄οι Μακεδόνες τοποθετούσαν τις προγονικές τους ρίζες στο Άργος και πολλοί από τους βασιλείς τους χρησιμοποιούσαν την κεφαλή του Ηρακλή—του κατεξοχήν Έλληνα ήρωα-- στα νομίσματά τους.
Ο Ευριπίδης—που πέθανε και θάφτηκε στη Μακεδονία—έγραψε το έργο του Αρχέλαος προς τιμήν του μεγάλου θείου τού Αλέξανδρου και το έγραψε στα ελληνικά. Όσο βρισκόταν στη Μακεδονία, ο Ευριπίδης έγραψε ακόμα τις Βάκχες, επίσης στα ελληνικά. Κατά συνέπεια, το Μακεδονικό κοινό μπορούσε να καταλάβει τι έγραψε και τι άκουγαν.
Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Φίλιππος, κέρδισε αρκετές νίκες σε ιππικούς αγώνες στην Ολυμπία και τους Δελφούς, τα δύο πιο ελληνικά από όλα τα ιερά της αρχαίας Ελλάδας, όπου δεν επιτρεπόταν σε μη-Έλληνες να αγωνιστούν. Ακόμα πιο σημαντικό, ο Φίλιππος ορίστηκε διοργανωτής των Πύθιων Αγώνων στους Δελφούς το 346 π.Χ. Με άλλα λόγια, ο πατέρας του Μέγα Αλέξανδρου και οι πρόγονοί του ήταν εξολοκλήρου Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Δημοσθένης και η πρεσβεία του από την Αθήνα όταν επισκέπτονταν τον Φίλιππο επίσης το 346 π.Χ. Ένας άλλος Έλληνας του Βορρά, ο Αριστοτέλης, πήγε να σπουδάσει για περίπου 20 χρόνια στην Ακαδημία του Πλάτωνα. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Μακεδονία και έγινε ο δάσκαλος του Αλέξανδρου Γ΄. Μιλούσαν Ελληνικά στην σχολή που σώζεται ακόμα και σήμερα κοντά στη Νάουσσα στην Ελληνική Μακεδονία.
Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του σε όλες του τις εκστρατείες την έκδοση του Αριστοτέλη της Ιλιάδας του Ομήρου. Ο Αλέξανδρος διέδωσε την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό σε όλη του την αυτοκρατορία, ιδρύοντας πόλεις και εγκαθιστώντας εκπαιδευτικά κέντρα. Εξού και βρίσκουμε επιγραφές που αφορούν χαρακτηριστικούς ελληνικούς θεσμούς όπως είναι το γυμνάσιο τόσο μακριά όσο στο Αφγανιστάν. Είναι γραμμένες στα Ελληνικά.
Προκύπτουν οι εξής ερωτήσεις: Γιατί ήταν η Ελληνική γλώσσα η lingua franca σε όλη την επικράτεια του Αλέξανδρου αν αυτός ήταν ΄Μακεδόνας’; Γιατί γράφτηκε η Καινή Διαθήκη στα Ελληνικά;
Οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες: ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας, όχι Σλάβος, και οι Σλάβοι και η γλώσσα τους δεν σχετίζονταν με τον Αλέξανδρο ή την πατρίδα του παρά 1000 χρόνια αργότερα. Αυτό μας φέρνει πίσω στη γεωγραφική περιοχή που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Παιονία. Γιατί οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτήν την περιοχή σήμερα αποκαλούν τους εαυτούς τους Μακεδόνες και τη χώρα τους Μακεδονία; Γιατί να κλέψουν μια απόλυτα ελληνική μορφή για εθνικό τους ήρωα;

Οι αρχαίοι Παίονες μπορεί να ήταν ή να μην ήταν Έλληνες, πάντως σίγουρα έγιναν ελληνίζοντες, και δεν υπήρξαν ποτέ Σλάβοι. Επίσης δεν ήταν Μακεδόνες. Η αρχαία Παιονία ήταν ένα μέρος του Μακεδονικού κράτους, όπως ήταν η Ιωνία και η Συρία και η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία και η Βαβυλωνία και η Βακτρία και πολλές άλλες περιοχές. Μπορεί λοιπόν να έγιναν προσωρινά ‘Μακεδονικές’ αλλά καμιά δεν ήταν ποτέ ΄Μακεδονία΄. Η κλοπή του Φίλιππου και του Αλέξανδρου από μια χώρα που δεν ήταν ποτέ η Μακεδονία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Οι παραδόσεις της αρχαίας Παιονίας ωστόσο θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους τωρινούς κατοίκους αυτής της γεωγραφικής περιοχής με αρκετά αιτιολογικά. Η επέκταση του γεωγραφικού όρου ‘ Μακεδονία’ ώστε να καλύπτει τη νότια Γιουγκοσλαβία δεν μπορεί. Ακόμα και στον ύστερο 19ο αι. αυτή η λάθος χρήση υπονοούσε μη υγιείς εδαφικές βλέψεις.
Το ίδιο κίνητρο βρίσκεται και σε σχολικούς χάρτες που δείχνουν την ψευδο-μεγάλη Μακεδονία να εκτείνεται από τα Σκόπια μέχρι τον Όλυμπο και να επιγράφεται στα Σλαβικά. Ο ίδιος χάρτης και οι διεκδικήσεις του βρίσκεται σε ημερολόγια, αυτοκόλλητα αυτοκινήτων, χαρτονομίσματα κλπ που κυκλοφορούν στο νέο κράτος από τότε που διακήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Γιουγκοσλαβία το 1991. Γιατί να επιχειρεί μια τέτοια ιστορική ανοησία μια φτωχή νέα χώρα, εσωτερική και περικυκλωμένη από στεριά; Γιατί να κοροϊδεύει θρασύτατα και να προκαλεί τη γείτονά της;
Όπως και να θέλει κανείς να χαρακτηρίσει μια τέτοια συμπεριφορά, σίγουρα δεν πρόκειται για πίεση για ιστορική ακρίβεια, ούτε για σταθερότητα στα Βαλκάνια. Είναι λυπηρό ότι οι ΗΠΑ έχουν ενισχύσει και ενθαρρύνει τέτοια συμπεριφορά. Στρεφόμαστε σε Εσάς, Κύριε Πρόεδρε, για να ξεκαθαρίσετε στην κυβέρνηση των Σκοπίων ότι δεν μπορεί να εισέλθει στην οικογένεια των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ όσο επιχειρεί να οικοδομήσει την εθνική της ταυτότητα εις βάρος της ιστορικής αλήθειας. Η κοινωνία μας από κοινού δεν μπορεί να επιβιώσει όταν η ιστορία αγνοείται, πολύ λιγότερο δε όταν η ιστορία κατασκευάζεται για να εξυπηρετήσει αμφίβολα κίνητρα.

Με εκτίμηση,
NAME TITLE INSTITUTION

·     Harry C. Avery, Professor of Classics, University of Pittsburgh ( USA )
·     Dr. Dirk Backendorf. Akademie der Wissenschaften und der Literatur Mainz (Germany)
·     Elizabeth C. Banks, Associate Professor of Classics (ret.), University of Kansas ( USA )
·     Luigi Beschi, professore emerito di Archeologia Classica, Università di Firenze (Italy)
·     Josine H. Blok, professor of Ancient History and Classical Civilization, Utrecht University (The Netherlands )
·     Alan Boegehold, Emeritus Professor of Classics, Brown University ( USA )
·     Efrosyni Boutsikas, Lecturer of Classical Archaeology, University of Kent ( UK )
·     Keith Bradley, Eli J. and Helen Shaheen Professor of Classics, Concurrent Professor of History, University of Notre Dame ( USA )
·     Stanley M. Burstein, Professor Emeritus, California State University , Los Angeles ( USA )
·     Francis Cairns , Professor of Classical Languages, The Florida State University ( USA )
·     John McK. Camp II , Agora Excavations and Professor of Archaeology, ASCSA, Athens ( Greece )
·     Paul Cartledge, A.G. Leventis Professor of Greek Culture, University of Cambridge ( UK )
·     Paavo Castrén, Professor of Classical Philology Emeritus, University of Helsinki ( Finland )
·     William Cavanagh, Professor of Aegean Prehistory, University of Nottingham ( UK )
·     Angelos Chaniotis, Professor, Senior Research Fellow, All Souls College , Oxford ( UK )
·     Paul Christesen, Professor of Ancient Greek History, Dartmouth College ( USA )
·     Ada Cohen, Associate Professor of Art History, Dartmouth College ( USA )
·     Randall M. Colaizzi, Lecturer in Classical Studies, University of Massachusetts-Boston ( USA )
·     Kathleen M. Coleman, Professor of Latin, Harvard University ( USA )
·     Michael B. Cosmopoulos, Ph.D., Professor and Endowed Chair in Greek Archaeology, University of Missouri-St. Louis ( USA )
·     Kevin F. Daly, Assistant Professor of Classics, Bucknell University ( USA )
·     Wolfgang Decker, Professor emeritus of sport history, Deutsche Sporthochschule, Köln (Germany)
·     Luc Deitz, Ausserplanmässiger Professor of Mediaeval and Renaissance Latin, University of Trier ( Germany ), and Curator of manuscripts and rare books, National Library of Luxembourg ( Luxembourg )
·     Michael Dewar, Professor of Classics, University of Toronto ( Canada )
·     John D. Dillery, Associate Professor of Classics, University of Virginia ( USA )
·     Sheila Dillon, Associate Professor, Depts. of Art, Art History & Visual Studies and Classical Studies, Duke University ( USA )
·     Douglas Domingo-Forasté, Professor of Classics, California State University , Long Beach ( USA )
·     Pierre Ducrey, professeur honoraire, Université de Lausanne (Switzerland)
·     Roger Dunkle, Professor of Classics Emeritus, Brooklyn College , City University of New York ( USA )
·     Michael M. Eisman, Associate Professor Ancient History and Classical Archaeology, Department of History, Temple University ( USA )
·     Mostafa El-Abbadi, Professor Emeritus, University of Alexandria ( Egypt )
·     R. Malcolm Errington, Professor für Alte Geschichte (Emeritus) Philipps-Universität, Marburg ( Germany )
·     Panagiotis Faklaris, Assistant Professor of Classical Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki ( Greece )
·     Denis Feeney, Giger Professor of Latin, Princeton University ( USA )
·     Elizabeth A. Fisher, Professor of Classics and Art History, Randolph-Macon College ( USA )
·     Nick Fisher, Professor of Ancient History, Cardiff University ( UK )
·     R. Leon Fitts, Asbury J Clarke Professor of Classical Studies, Emeritus, FSA, Scot., Dickinson Colllege ( USA )
·     John M. Fossey FRSC, FSA, Emeritus Professor of Art History (and Archaeology), McGill Univertsity, Montreal , and Curator of Archaeology, Montreal Museum of Fine Arts ( Canada )
·     Robin Lane Fox, University Reader in Ancient History, New College, Oxford ( UK )
·     Rainer Friedrich, Professor of Classics Emeritus, Dalhousie University , Halifax , N.S. ( Canada )
·     Heide Froning, Professor of Classical Archaeology, University of Marburg ( Germany )
·     Peter Funke, Professor of Ancient History, University of Muenster ( Germany )
·     Traianos Gagos, Professor of Greek and Papyrology, University of Michigan ( USA )
·     Robert Garland, Roy D. and Margaret B. Wooster Professor of the Classics, Colgate University , Hamilton NY ( USA )
·     Douglas E. Gerber, Professor Emeritus of Classical Studies, University of Western Ontario ( Canada )
·     Hans R. Goette, Professor of Classical Archaeology, University of Giessen ( Germany ); German Archaeological Institute, Berlin ( Germany )
·     Sander M. Goldberg, Professor of Classics, UCLA ( USA )
·     Erich S. Gruen, Gladys Rehard Wood Professor of History and Classics, Emeritus, University of California , Berkeley ( USA )
·     Christian Habicht, Professor of Ancient History, Emeritus, Institute for Advanced Study, Princeton ( USA )
·     Donald C. Haggis, Nicholas A. Cassas Term Professor of Greek Studies, University of North Carolina at Chapel Hill (USA)
·     Judith P. Hallett, Professor of Classics, University of Maryland , College Park , MD ( USA )
·     Prof. Paul B. Harvey, Jr. Head, Department of Classics and Ancient Mediterranean Studies, The Pennsylvania State University ( USA )
·     Eleni Hasaki, Associate Professor of Classical Archaeology, University of Arizona ( USA )
·     Miltiades B. Hatzopoulos, Director, Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Research Foundation, Athens ( Greece )
·     Wolf-Dieter Heilmeyer, Prof. Dr., Freie Universität Berlin und Antikensammlung der Staatlichen Museen zu Berlin (Germany)
·     Steven W. Hirsch, Associate Professor of Classics and History, Tufts University ( USA )
·     Karl-J. Hölkeskamp, Professor of Ancient History, University of Cologne ( Germany )
·     Frank L. Holt, Professor of Ancient History, University of Houston ( USA )
·     Dan Hooley, Professor of Classics, University of Missouri ( USA )
·     Meredith C. Hoppin, Gagliardi Professor of Classical Languages, Williams College , Williamstown , MA ( USA )
·     Caroline M. Houser, Professor of Art History Emerita, Smith College ( USA ) and Affiliated Professor, University of Washington ( USA)
·     Georgia Kafka, Visiting Professor of Modern Greek Language, Literature and History, University of New Brunswick ( Canada )
·     Anthony Kaldellis, Professor of Greek and Latin, The Ohio State University ( USA )
·     Andromache Karanika, Assistant Professor of Classics, University of California , Irvine ( USA )
·     Robert A. Kaster, Professor of Classics and Kennedy Foundation Professor of Latin, Princeton University ( USA )
·     Vassiliki Kekela, Adjunct Professor of Greek Studies, Classics Department, Hunter College, City University of New York (USA)
·     Dietmar Kienast, Professor Emeritus of Ancient History, University of Duesseldorf ( Germany )
·     Karl Kilinski II, University Distinguished Teaching Professor, Southern Methodist University ( USA )
·     Dr. Florian Knauss, associate director, Staatliche Antikensammlungen und Glyptothek Muenchen ( Germany )
·     Denis Knoepfler, Professor of Greek Epigraphy and History, Collège de France ( Paris )
·     Ortwin Knorr, Associate Professor of Classics, Willamette University ( USA )
·     Robert B. Koehl, Professor of Archaeology, Department of Classical and Oriental Studies Hunter College , City University of New York ( USA )
·     Georgia Kokkorou-Alevras, Professor of Classical Archaeology, University of Athens ( Greece )
·     Ann Olga Koloski-Ostrow, Associate Professor and Chair, Department of Classical Studies, Brandeis University ( USA )
·     Eric J. Kondratieff, Assistant Professor of Classics and Ancient History, Department of Greek & Roman Classics, Temple University
·     Haritini Kotsidu, Apl. Prof. Dr. für Klassische Archäologie, Goethe-Universität, Frankfurt/M. (Germany)
·     Lambrini Koutoussaki, Dr., Lecturer of Classical Archaeology, University of Zürich ( Switzerland )
·     David Kovacs, Hugh H. Obear Professor of Classics, University of Virginia ( USA )
·     Peter Krentz, W. R. Grey Professor of Classics and History, Davidson College ( USA )
·     Friedrich Krinzinger, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of Vienna ( Austria )
·     Michael Kumpf, Professor of Classics, Valparaiso University ( USA )
·     Donald G. Kyle, Professor of History, University of Texas at Arlington ( USA )
·     Prof. Dr. Dr. h.c. Helmut Kyrieleis, former president of the German Archaeological Institute, Berlin ( Germany )
·     Gerald V. Lalonde, Benedict Professor of Classics, Grinnell College ( USA )
·     Steven Lattimore, Professor Emeritus of Classics, University of California , Los Angeles ( USA )
·     Francis M. Lazarus, President, University of Dallas ( USA )
·     Mary R. Lefkowitz, Andrew W. Mellon Professor in the Humanities, Emerita, Wellesley College ( USA )
·     Iphigeneia Leventi, Assistant Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly ( Greece )
·     Daniel B. Levine, Professor of Classical Studies, University of Arkansas ( USA )
·     Christina Leypold, Dr. phil., Archaeological Institute, University of Zurich ( Switzerland )
·     Vayos Liapis, Associate Professor of Greek, Centre d’Études Classiques & Département de Philosophie, Université de Montréal (Canada)
·     Hugh Lloyd-Jones, Professor of Greek Emeritus, University of Oxford ( UK )
·     Yannis Lolos, Assistant Professor, History, Archaeology, and Anthropology, University of Thessaly ( Greece )
·     Stanley Lombardo, Professor of Classics, University of Kansas , USA
·     Anthony Long, Professor of Classics and Irving G. Stone Professor of Literature, University of California , Berkeley ( USA )
·     Julia Lougovaya, Assistant Professor, Department of Classics, Columbia University ( USA )
·     A.D. Macro, Hobart Professor of Classical Languages emeritus, Trinity College ( USA )
·     John Magee, Professor, Department of Classics, Director, Centre for Medieval Studies, University of Toronto ( Canada )
·     Dr. Christofilis Maggidis, Associate Professor of Archaeology, Dickinson College ( USA )
·     Jeannette Marchand, Assistant Professor of Classics, Wright State University , Dayton , Ohio ( USA )
·     Richard P. Martin, Antony and Isabelle Raubitschek Professor in Classics, Stanford University
·     Maria Mavroudi, Professor of Byzantine History, University of California , Berkeley ( USA )
·     Alexander Mazarakis Ainian, Professor of Classical Archaeology, University of Thessaly ( Greece )
·     James R. McCredie, Sherman Fairchild Professor emeritus; Director, Excavations in Samothrace Institute of Fine Arts, New York University ( USA )
·     James C. McKeown, Professor of Classics, University of Wisconsin-Madison ( USA )
·     Robert A. Mechikoff, Professor and Life Member of the International Society of Olympic Historians, San Diego State University ( USA )
·     Andreas Mehl, Professor of Ancient History, Universitaet Halle-Wittenberg ( Germany )
·     Harald Mielsch, Professor of Classical Archeology, University of Bonn ( Germany )
·     Stephen G. Miller, Professor of Classical Archaeology Emeritus, University of California , Berkeley ( USA )
·     Phillip Mitsis, A.S. Onassis Professor of Classics and Philosophy, New York University ( USA )
·     Peter Franz Mittag, Professor für Alte Geschichte, Universität zu Köln (Germany)
·     David Gordon Mitten, James Loeb Professor of Classical Art and Archaeology, Harvard University ( USA )
·     Margaret S. Mook, Associate Professor of Classical Studies, Iowa State University ( USA )
·     Anatole Mori, Associate Professor of Classical Studies, University of Missouri- Columbia ( USA )
·     Jennifer Sheridan Moss, Associate Professor, Wayne State University ( USA )
·     Ioannis Mylonopoulos, Assistant Professor of Greek Art History and Archaeology, Columbia University , New York ( USA ).
·     Richard Neudecker, PD of Classical Archaeology, Deutsches Archäologisches Institut Rom ( Italy )
·     James M.L. Newhard, Associate Professor of Classics, College of Charleston ( USA )
·     Carole E. Newlands, Professor of Classics, University of Wisconsin , Madison ( USA )
·     John Maxwell O'Brien, Professor of History, Queens College , City University of New York ( USA )
·     James J. O'Hara, Paddison Professor of Latin, The University of North Carolina , Chapel Hill ( USA )
·     Martin Ostwald, Professor of Classics (ret.), Swarthmore College and Professor of Classical Studies (ret.), University of Pennsylvania ( USA )
·     Olga Palagia, Professor of Classical Archaeology, University of Athens ( Greece )
·     Vassiliki Panoussi, Associate Professor of Classical Studies, The College of William and Mary ( USA )
·     Maria C. Pantelia, Professor of Classics, University of California , Irvine ( USA )